- αθερές
- ἀθερές, το (Α)κατά τον Ησύχιο, «ἀνόητον, ἀνόσιον, ἀκριβές».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθερές — ἀθερής reckless masc/fem voc sg ἀθερής reckless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέρες — ἀθήρ awn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανιάζω — [άγανο] (για τα στάχια) βγάζω άγανα, αθέρες … Dictionary of Greek
αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… … Dictionary of Greek
αθερηίς — ἀθερηίς ( ίδος), η (Α) [αθήρ] αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια … Dictionary of Greek
αθερώδης — ἀθερώδης, ες (Α) [ἀθήρ] αυτός που έχει αθέρες, ακίδες, όπως το στάχυ … Dictionary of Greek
αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] … Dictionary of Greek